Türkçe-rusça sözlük. 2013.
telatin — is., esk., Rus. Bir tür sağlam, yumuşak dana veya öküz derisi … Çağatay Osmanlı Sözlük
τελατίνι — το, Ν 1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού 2. φρ. «τόν έκανε τελατίνι» μτφ. i) τόν έδειρε πολύ άσχημα ii) τόν έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telatin] … Dictionary of Greek